- λιχνοβόρος
- λιχνο-βόρος, ον,A eating tit-bits,
μῦς AP9.86
(Antiphil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μῦς AP9.86
(Antiphil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιχνοβόρος — λιχνοβόρος, ον (α) αυτός που τρώει ορεκτικά φαγητά, λειχουδιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίχνος + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος] … Dictionary of Greek
λιχνοβόρος — eating tit bits masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)